- αργοσάλεμα
- το медленное движение, шевеление; тихий шелест (листьев и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αργοσαλεύω — εψα, κινούμαι αργά: Το ζώο αργοσάλευε από το βαρύ φορτίο. Ουσ. αργοσάλεμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)